[Εξώφυλλο]

Ταφονομική ανάλυση οστεολογικού υλικού αρτίγονων σπονδυλωτών σε σπηλαιώματα του λατομείου στις Μάνδρες, Κιλκίς = Taphonomic analysis of osteological material from extant vertebrates in cavernous forms of the Mandres quarry, Kilkis (Greece).

Νικολέτα Τ. Καργοπούλου

Περίληψη


Το Λατομείο στις Μάνδρες, Κιλκίς (Β. Ελλάδα), έχει δημιουργηθεί μέσα σε ασβεστολίθους ηλικίας Μέσο- Άνω Τριαδικό, που ανήκουν στην ενότητα Ντεβέ Κοράν Δουμπιά της Περιροδοπικής ζώνης. Έχει μέγεθος ~4000 m² και εντοπίζεται σε υψόμετρο 225m πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Σε αυτό υπάρχουν κοιλότητες και σπηλαιώματα που βρέθηκαν στο ΒΑ τμήμα του λατομείου κατά τη διάρκεια εργασιών λατόμησης.
Στην περιοχή αυτή παρατηρήθηκαν και καταγράφηκαν τα πετρώματα, οι ασυνέχειες, τα σπηλαιώματα και οι δευτερογενείς χημικές αποθέσεις. Το MQC4 είναι το μεγαλύτερο από τα σπήλαια, με μορφή βραχοκαταφυγίου. Αυτό χαρτογραφήθηκε και δημιουργήθηκε η κάτοψή του. Επίσης, στοιχεία δείχνουν ότι τουλάχιστον μέχρι το 2011 διαβιούσαν άτομα του είδους Bubo bubo, τα οποία δημιούργησαν μία συνάθροιση οστεολογικού υλικού, λόγω των εμεσμάτων που παράγουν, αλλά και λόγω υπολειμμάτων της διατροφή τους.
Με βάση το «pooled sample» πραγματοποιήθηκε η δειγματοληψία σε κρανία και κάτω γνάθους. Η καταγραφή τους έδειξε ότι στην συντριπτική πλειοψηφία εμφανίστηκαν δύο είδη, το Rattus sp. και το  Erinaceus europaeus με 43 και 22 κατ’ ελάχιστο αριθμό ατόμων, αντίστοιχα. Το Rattus sp. εμφανίζει μικρό βαθμό θραυσμού, σε αντίθεση με το Erinaceus europaeus. Η εικόνα αυτή εμφανίζεται τόσο στα κρανία, όσο και στις κάτω γνάθους.

The Quarry in Mandres, Kilkis (Northern Greece), has been created in Middle-Upper Triassic limestones, that belong to the Deve Koran-Doubia unit of the Circum_Rhodope Zone. Its area is about 4,000 m² and is located at 225m above sea level. During commercial works in the NE part of the quarry, small cavities were found.
Lithology, discontinuities, caves and speleothems were observed and recorded in this area. The MQC4, which is the largest cave, displays the morphology of rock-shelter caves. It was surveyed and documented in detail. Information from past visits revel that on 2011 eagle owls were present there. They created an accumulation of osteological material due to the pellets they produce, but also to the remains of their diet.
Based on this "pooled sample" the skulls and mandibles were sampled. Their vast majority is attributed in two species, Rattus sp. and Erinaceus europaeus, represented by a minimum number of 43 and 22 individuals, respectively. Regarding the fragmentation degree of skulls and mandibles, appears to be low in Rattus sp., as opposed to Erinaceus europaeus

Πλήρες Κείμενο:

PDF

Αναφορές


Bocheński, Z. (1960). The diet of the eagle-owl Bubo bubo (L.) in the Pieniny Mts. Państwowe Wydawnictwo Naukowe-Oddział Kraków.

Bochenski, Z. M., Tomek, T., Boev, Z., & Mitev, I. (1993). Patterns of bird bone fragmentation in pellets of the Tawny Owl (Strix aluco) and the Eagle Owl (Bubo bubo) and their taphonomic implications. Acta zoologica cracoviensia, 36(2), 313-328.

Broughton, J. M., Cannon, V. I., Arnold, S., Bogiatto, R. J., & Dalton, K. (2006). The taphonomy of owl-deposited fish remains and the origin of the Homestead Cave ichthyofauna. Journal of Taphonomy, 4(2), 69-95.

Dodson, P., & Wexlar, D. (1979). Taphonomic investigations of owl pellets. Paleobiology, 5(3), 275-284.

Gál, E. (2008). Faunal and taphonomic analyses of a Late Pleistocene bird-bone assemblage from a cave deposit in north-west Hungary. Géobios, 41(1), 79-90.

Grayson, D. K., & Frey, C. J. (2004). Measuring skeletal part representation in archaeological faunas. Journal of Taphonomy, 2(1), 27-42.

Glutz von Blotzheim, U. N., Bauer, K. M., & Bezzel, E. (1980). Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Vol. 9. Akademische, Wiesbaden.

Kusmer, K. D. (1990). Taphonomy of owl pellet deposition. Journal of Paleontology, 64(4), 629-637.

Levinson, M. (1982). Taphonomy of microvertebrates-from owl pellets to cave breccia. Annals of the Transvaal Museum, 33(6), 115-121.

Loveras, L., Moreno‐García, M., & Nadal, J. (2009). The eagle owl (Bubo bubo) as a leporid remains accumulator: taphonomic analysis of modern rabbit remains recovered from nests of this predator. International Journal of Osteoarchaeology, 19(5), 573-592.

Lyman, R. L., Power, E., & Lyman, R. J. (2003). Quantification and sampling of faunal remains in owl pellets. Journal of Taphonomy, 1(1), 3-14.

Ford, D., & Williams, P. D. (2007). Karst hydrogeology and geomorphology. John Wiley & Sons, 1-562.

Papageorgiou, N. K., Vlachos, C. G., & Bakaloudis, D. E. (1993). Diet and nest site characteristics of Eagle Owl (Bubo bubo) breeding in two different habitats in north-eastern Greece. Avocetta, 17(1), 49-54.

Paragamian, K.V., S. Zivanovic, (1989 [1992]) Preliminary results of the examination of Barn owl (Tyto alba) food pellets from two caves in central Crete, Greece. Bull. speleol. Soc. Greece 20: 95-97

Poulakakis, N., Lymberakis, P., Paragamian, K., & Mylonas, M. (2005). Isolation and amplification of shrew DNA from barn owl pellets. Biological Journal of the Linnean Society, 85(3), 331-340.

Sergio, F. A. B. R. I. Z. I. O. (2002). Biases associated with diet study methods in the Eurasian Eagle-Owl. Journal of Raptor Research, 36, 11-16.

Wagner, G., Springer, M., Melcher, R., Sutter, E. (1970). Zur Ernährung des uhus Bubo bubo im Oberengadin. Orn. Beob, 67(1970), 77-94.

Καλογερόπουλος, Η., Λαζαρίδης, Γ., Τσεκούρα, Α. (2009). Μεθοδολογία χαρτογράφησης σπηλαίων:

συγκρίσεις οδεύσεων. Πρακτικά 4ου Παγκρήτιου Σπηλαιολογικού Συνεδρίου

Κωστόπουλος, Δ., Κουφός, Γ. (2015). η εξέλιξη του έμβιου κόσμου: Χορδωτά / Παλαιοντολογία Σπονδυλωτών, 7-9.

Μουντράκης, Δ. (2010). Γεωλογία και γεωτεκτονική εξέλιξη της Ελλάδας. University studio press. 374.

Διαδικτυακές πηγές

https://www.atticapark.com


Εισερχόμενη Αναφορά

  • Δεν υπάρχουν προς το παρόν εισερχόμενες αναφορές.